- ὤλεσ'
- ὤλεσα , ὄλλυμιdestroyaor ind act 1st sgὤλεσε , ὄλλυμιdestroyaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληκύθιον — ληκύθιον, τὸ (Α) [λήκυθος] 1. μικρό δοχείο, φιαλίδιο για λάδι ή μύρο 2. ονομ. τής τροχαϊκής εφθημιμερίδος που προήλθε από τον στίχο τού Αριστοφ. ληκύ/θιον απ/ώλεσ/εν (Βάτρ. 1246) … Dictionary of Greek
ολέτης — ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α) ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε θρος, ὤλεσ α) + κατάλ. της (πρβλ. ερέ της)] … Dictionary of Greek